- τεταρταϊκός
- -ή, -όν, ΜΑ [τεταρταῑος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τεταρταίο πυρετό («τεταρταϊκαὶ... περίοδοι», Αλέξ. Τραλλ.)αρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ τεταρταϊκόςα) (ενν. πυρετός) ο τεταρταίος πυρετόςβ) άτομο που έχει προσβληθεί από τον παραπάνω πυρετό.
Dictionary of Greek. 2013.